- τριχομανία
- η, ΝΜ [τριχομανής]νεοελλ.ιατρ. τικ παρατηρούμενο σε ορισμένες νευρώσεις κατά το οποίο ο πάσχων φέρνει συνεχώς το χέρι του στα μαλλιά του ή στη γενειάδα του, προσπαθώντας να τά τακτοποιήσειμσν.η μανία τού να έχει κανείς μακριά μαλλιά.
Dictionary of Greek. 2013.